σιδηρουργεῖα

σιδηρουργεῖα
σιδηρουργεῖον
iron-mine
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η …   Dictionary of Greek

  • θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Ηφαιστειογενές νησί στα Β της Σικελίας, στο σύμπλεγμα των Λιπάρων ή Αιολίδων νήσων. Λεγόταν αρχαιότερα Θηρασία και Θέρμησσα και τη θεωρούσαν ιερό νησί του Ηφαίστου, που είχε εκεί τα σιδηρουργεία του. Είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτέν, Πιερ Εμίλ — (Pierre Emile Martin, Μπουρζ 1824 – Φουρσαμπό 1915). Γάλλος μηχανικός και εφευρέτης. Φοίτησε στη Σχολή Μεταλλείων του Παρισιού και εργάστηκε στα σιδηρουργεία του πατέρα του στο Φουρσαμπό και στο Σερέιγ. Εκεί επιδόθηκε σε πειράματα για την… …   Dictionary of Greek

  • Τούλα — Πόλη της Ρωσίας (540.000 κάτ.). Η Τ. είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα μεταλλουργίας της χώρας. Έχει επίσης βιομηχανίες ζάχαρης, ραπτομηχανών, ποτών, τροφίμων, εργοστάσια κατεργασίας δερμάτων και ατμόμυλους. Αξιόλογα είναι τα μουσεία πλαστικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”